κορφολόγος

κορφολόγος
και κορυφολόγος, ο
αυτός που κόβει και μαζεύει κορυφές τών φυτών, αυτός που κάνει κορφολόγημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κορφή / κορυφή + -λόγος (< λόγος < λέγω), πρβλ. βοτανο-λόγος, καρπο-λόγος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κορφολόγος — ο 1. αυτός που συλλέγει τις κορυφές των φυτών. 2. μηχάνημα με το οποίο παίρνεται το ανθόγαλα από το γάλα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που …   Dictionary of Greek

  • ακρολόγος — ο (Α ἀκρολόγος, ον) αυτός που συλλέγει, δρέπει τις κορυφές, ο κορφολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο (Ι) + λόγος < λέγω «συλλέγω». ΠΑΡ. ακρολογώ] …   Dictionary of Greek

  • κορυφή — Το ανώτατο άκρο, το ύψιστο σημείο· η κ. ενός βουνού. (Μαθημ.) Το ακραίο σημείο ενός σχήματος: κ. τριγώνου, πολυγώνου, πολυέδρου, καμπύλης επιφάνειας κλπ. Έτσι, προκειμένου, για παράδειγμα, για την έλλειψη και την υπερβολή, οι τομές με τους άξονές …   Dictionary of Greek

  • κορυφολόγος — ο 1. κορφολόγος 2. (τροφ. τεχνολ.) μηχανή για τον αποχωρισμό τού ανθογάλακτος από το γάλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κορυφή + λόγος < λέγω, πρβλ. εντομο λόγος. Η λ. ως επιστημον. όρος είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. ecremeuse] …   Dictionary of Greek

  • κορφολογώ — άω και κορυφολογώ, έω (Μ κορυφολογῶ, έω) [κορφολόγος] νεοελλ. 1. κάνω κορφολόγημα) «μια κόρη ρόδα εμάζευε κι αθούς εκορφολόγα», δημ. τραγούδι) 2. χαϊδεύω ερωτικά κοπέλα μσν. επιλέγω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”